- συγκαταβαίνω
- ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν1. είμαι ή γίνομαι επιεικής, ενδοτικός2. είμαι καταδεκτικός, καταδέχομαι (α. «μα πούρ' εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», Ερωτόκρ.β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», Πολ.)αρχ.1. κατεβαίνω μαζί με κάποιον, ιδίως σε παραλία («οὐδ' εἰς τοὺς ὁμαλοὺς καθόλου συγκαταβῆναι τόπους», Πολ.)2. (για την κόμη) κρέμομαι κάτω («μελέτω σοι τῶν βοστρύχων, ὡς τοὺς μὲν ταῑς παρειαῑς συγκαταβαίνειν ἠρεμα», Φιλόστρ.)3. συμβαίνω ταυτόχρονα με κάτι άλλο4. κατέρχομαι για να βοηθήσω κάποιον («Ζεὺς... Μοῑρά τε συγκατέβα», Αισχύλ.)5. παίρνω μέρος σε επικίνδυνη επιχείρηση («συγκατέβησαν εἰς πόλεμον ἀμφότεροι», Διόδ.)6. μτφ. α) συμφωνώ με κάποιον ή με κάτιβ) συναινώ, συγκατανεύω («τὸ μὲν πρῶτον εἰς πᾱν συγκατέβαινον», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καταβαίνω «κατέρχομαι, καταλήγω, συγκατατίθημι»].
Dictionary of Greek. 2013.